- αλαφιασμένος
- -η, -οπαθ. μτχ. τού αλαφιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαφιάζω — 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, τά χάνω, τό βάζω στα πόδια 3. παθ. καταλαμβάνομαι από ταραχή, φοβάμαι 4. (παθ. μτχ.) αλαφιασμένος, η, ο α) φοβισμένος, ταραγμένος β) λαχανιασμένος γ) επιρρεπής στον φόβο, μη ψύχραιμος.… … Dictionary of Greek
αλαφιάζομαι — αλαφιάζομαι, αλαφιάστηκα, αλαφιασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής